προσκυνητῆς

προσκυνητῆς
προσκυνητός
to be worshipped
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκυνητής — worshipper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητής — ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [προσκυνῶ] πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά νεοελλ. 1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα 2. συνεκδ. λάτρης («σήμερα τού ήλιου ο… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που προσκυνάει, που λατρεύει: ...Και γκαρδιακά να σκύβει, προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης (Παλαμάς). 2. πιστός που πηγαίνει σε ιερό προσκύνημα, αλλ. πελεγρίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκυνηταῖς — προσκυνητής worshipper masc dat pl προσκυνητός to be worshipped fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνηταί — προσκυνητής worshipper masc nom/voc pl προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητοῦ — προσκυνητής worshipper masc gen sg προσκυνητός to be worshipped masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητῇ — προσκυνητής worshipper masc dat sg (attic epic ionic) προσκυνητός to be worshipped fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητήν — προσκυνητής worshipper masc acc sg (attic epic ionic) προσκυνητός to be worshipped fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητῶν — προσκυνητής worshipper masc gen pl προσκυνητός to be worshipped fem gen pl προσκυνητός to be worshipped masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητά — προσκυνητά̱ , προσκυνητής worshipper masc nom/voc/acc dual προσκυνητής worshipper masc voc sg προσκυνητής worshipper masc nom sg (epic) προσκυνητός to be worshipped neut nom/voc/acc pl προσκυνητά̱ , προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”